Θλίψη επικρατεί στο Οροπέδιο Λασιθίου, από τον θάνατο του Ιωάννη Καραβαλάκη του Μιχαήλ και της Ελένης, κτηνιάτρου – ιστοριοδίφη από το Ψυχρό.
Σε ψήφισμά του το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Οροπεδίου Λασιθίου, το οποίο συνήλθε εκτάκτως σήμερα, Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2018 και ώρα 11:00π.μ. ψήφισε ομόφωνα:
- Να παραστεί σύσσωμο στην κηδεία του.
- Να εκφραστούν τα συλλυπητήρια του Σώματος προς την σύζυγο και την οικογένεια.
- Να εκφραστούν τα συλλυπητήρια του Σώματος προς τον ανιψιό του εκλιπόντος Δήμαρχο κ. Ιωάννη Στεφανάκη.
- Να συνοδεύσει την εκφορά του λειψάνου.
- Να κατατεθεί στέφανο στη μνήμη του.
- Να δημοσιευθεί το παρόν ψήφισμα στον Τοπικό Τύπο.
Αυτοβιογραφία του Ιωάννη Καραβαλάκη του Μιχαήλ και της Ελένης
Τα γεγονότα που χάραξαν την ζωή μου είναι βέβαια σημαντικά για μένα, για τους τρίτους όμως νομίζω ότι μικρό ή ελάχιστο ενδιαφέρον παρουσιάζουν.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν είχα ασχοληθεί μέχρι σήμερα με αυτοβιογραφικές αναφορές, ενώ ένα σχετικό εγχείρημα ως υποψηφίου σε δημοτικές εκλογές δεν μου βγήκε καθόλου σε καλό.
Τώρα τελευταία διαπίστωσα τυχαία ότι κάποτε κάποια γεγονότα από την ζωή και ενός κοινού ανθρώπου μπορεί να αποδειχθούν χρήσιμα στην κοινωνία, κατάλληλα αξιοποιούμενα από τους επερχόμενους. Χρειάζεται μόνο να καταγραφούν και να διασωθούν από την λήθη. Επηρεασμένος από την διαπίστωση αυτή αποφάσισα, συγκεντρώνοντας τους ατάκτως ερριμένους πλίνθους και κεράμους της μνήμης μου, να βάλω κάποια τάξη στο εργοτάξιο των αναμνήσεών μου και να καταγράψω όσα σημαντικά ή και ασήμαντα γεγονότα σφράγισαν την ζωή μου. Πρόδρομος και γενικό σχεδιάγραμμα κάποιας μελλοντικής βιογραφίας, ας θεωρηθεί το παρόν σημείωμα.
Σ’ αυτό προσπάθησα να τοποθετήσω με χαλαρό τρόπο στον χρόνο τα διάφορα γεγονότα και να τα παρουσιάσω με χαριτολόγα διάθεση, διασκεδάζοντας την μονοτονία των ξηρών αναφορών.
Γεννήθηκα στα τέλη της 2ης δεκαετίας του εικοστού αιώνα, σ’ ένα μικρό μεν αλλά ιστορικό χωριό, το Ψυχρό, ένα από τα 18 χωριά που στεφανώνουν το πανέμορφο Οροπέδιο του Λασυθίου, λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο κάτω από την μυθολογική γενέτειρα του Δία, το Δικταίον Άντρο.
Η ζωή μου, όπως «εγκύρως» πληροφορήθηκα αργότερα, ξεκίνησε με μια περιπέτεια. Όταν η Παπανικολού, η πρακτική μαμή του χωριού, άκουσε το πρώτο μου ουά με παρέδωσε στις βοηθούς της, με την σύσταση να βάλουν «μια ολιά αλάτσι» στο νερό του πρώτου μπάνιου του νεογέννητου «για να μη βγει το κοπέλι ανάλατο». Στην εντολή της μαστόρισσας, οι γιαγιάδες, ως αμέσως ενδιαφερόμενες, ανταποκρίθηκαν όχι μόνο πρόθυμα, αλλά, όπως αποδείχθηκε, και με υπερβάλλοντα ζήλο, ρίχνοντας ξεχωριστά η κάθε μια τους μια «χαχαλιά» χοντρό αλάτι στην «πετρολεκανίδα», την πρώτη μου μπανιέρα. Μόλις λοιπόν με βουτήξανε σ’ αυτή την δυνατή σαλαμούρα, το τρυφερό μου δέρμα αφυδατώθηκε και μάζεψε σαν την μπόλια. «Ω κακομοίρηδες και να κάψουμε θέλει το κοπέλι» αναφώνησαν οι βοηθοί της Παπανικολούς. Η γρήγορη επέμβαση της καλής μαστόρισσας μου έσωσε την ζωή, που κινδύνεψε σοβαρά στο ξεκίνημά της.
Τα πρώτα γράμματα τα ’μαθα στο ιστορικό Παπαδάκειο σχολείο Ψυχρού, δωρεά του Αντ. Φ. Παπαδάκη στην γενέτειρά του από τα μέσα του 19ου αιώνα, που βρισκότανε πολύ κοντά στο σπίτι μας.
Έχοντας το ενδεικτικό της Τετάρτης Δημοτικού στην τσέπη, κατηφόρισα στον Άγιο Νικόλαο (Σεπτέμβρης 1939), για να πάω στο Γυμνάσιο. Με την πρόσφατη τότε εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, το Γυμνάσιο γινότανε οκτατάξιο κι’όποιος ήθελε να φορέσει το μαθητικό πηλίκιο του γυμνασιόπαιδος, έπρεπε να φύγει από το χωριό και να ξενιτευθεί, αφού δεν υπήρχε Γυμνάσιο στο Οροπέδιο την εποχή εκείνη. Επελέγη δε το Γυμνάσιο Αγ. Νικολάου για την φοίτησή μου, γιατί στην πόλη αυτή ήταν εγκατεστημένοι δυο στενοί μας συγγενείς, που θα αναλάμβαναν την κηδεμονία του δεκάχρονου γυμνασιόπαιδος, επιλογή με την οποία συμφωνούσα κι’εγώ, μια και ….η κουκουβάγια του μαθητικού πηλικίου του Αγ. Νικολάου ήταν πολύ πιο επιβλητική από εκείνη της Νεαπόλεως.
Τα υπόλοιπα επτά χρόνια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσής μου ( 1940-1947) τα μοιράσθηκα μεταξύ Νεαπόλεως και Τζερμιάδω. Η διετία της φοίτησής μου στο Παράρτημα του τελευταίου, παρά το φαινομενικό πλεονέκτημα της διαμονής στο πατρικό σπίτι, ήταν στην πράξη μειονέκτημα. Γιατί έπρεπε καθημερινά να πηγαινοέρχομαι με τα πόδια Ψυχρό-Τζερμιάδω, χειμώνα καλοκαίρι, διασχίζοντας το Οροπέδιο, μια διαδρομή 12 χλμ. κάθε μέρα. Αλλά και στην Νεάπολη η ζωή δεν ήταν καλύτερη. Εκεί, ενδεκαετής, νοίκιασα ένα μικρό δωμάτιο κι’ έστησα το νοικοκυριό μου, το οποίο παράλληλα με τα μαθήματά μου εξυπηρετούσα ο ίδιος.
Από την περίοδο αυτή διατηρώ σαν ενθύμιο μια ξύλινη αναδιπλούμενη καρέκλα, δώρο μιας Ιταλικής περιπόλου. Ένα βράδυ είχα βάλει μπουγάδα στο δωμάτιό μου. Όμως το τρίξιμο της σκάφης πάνω στο κασόνι που χρησιμοποιούσα και σαν γραφείο, προκάλεσε την προσοχή της Ιταλικής περιπόλου. Oι στρατιώτες μου χτύπησαν στο παράθυρο για να μου επισημάνουν ότι ήταν αργά και δεν έπρεπε να θορυβώ. Φοβισμένος έσβησα τον λύχνο και η ενέργειά μου αυτή ενέβαλε σε υποψίες τους Ιταλούς, που άρχισαν να κτυπούν την πόρτα. Εγώ δεν άνοιγα, γιατί ντρεπόμουνα να δούν ότι πλένω μόνος τα ρούχα μου. Τελικά με μια σπρωξιά έσπασαν την πόρτα. Μπήκαν μέσα με προτεταμένα τα όπλα και μ’ ένα φακό έριξαν φως στο δωμάτιο. Αφού διαπίστωσαν ότι δεν υπήρχε τίποτε το ύποπτο, γέλασαν με την κατάντια μου και αναζήτησαν κάποιο κάθισμα να καθίσουν. Γρήγορα όμως διαπίστωσαν ότι δεν υπήρχε καρέκλα, ενώ εγώ πρότεινα να χρησιμοποιήσουν για κάθισμα το κρεβάτι, όπως άλλωστε έκανα κι’ εγώ. Ένας στρατιώτης βγήκε έξω και σε λίγο επέστρεψε φέρνοντας μαζί του μια ξύλινη αναδιπλούμενη καρέκλα που πήρε από την Λέσχη Υπαξιωματικών που βρισκότανε εκεί κοντά. Μαζί με την καρέκλα έφερε δυο ψωμάκια και δυο κονσέρβες. Αφού μου παρέδωσαν τα πολύτιμα αυτά δώρα με αποχαιρέτησαν σχολιάζοντας « Povero lei come noi » το οποίο σε ελεύθερη μετάφραση αποδίδεται «φουκαράς και συ σαν και μας ».
Τον Ιούνιο του 1947 πήρα το απολυτήριο από το Γυμνάσιο με πολύ καλό βαθμό (17 9/11). Αν μάλιστα εγνώριζα και το απολυτίκιο της Υπαπαντής στην εξέταση που μου έκανε ο καθηγητής …της Γυμναστικής (!) θα είχα σίγουρα καλύτερη γενική βαθμολογία.
Μεσούντος του Ιουλίου 1947 έφυγα για την Αθήνα, προκειμένου να δώσω εξετάσεις στην Ανωτάτη Γεωπονική. Η πρώτη απόπειρα άλωσης του φρουρίου της Ανωτάτης Παιδείας απέτυχε … « μετά πολλών επαίνων». Πράγματι, ο αείμνηστος Κριμπάς, πρύτανης τότε της Ανωτάτης Γεωπονικής που ήταν ο διορθωτής της Έκθεσης (τότε, όπως είναι γνωστό, τις εισαγωγικές στην Ανωτάτη Εκπαίδευση τις διενεργούσαν τα ίδια τα Πανεπιστήμια) με συνεχάρη θερμά, γιατί είχα γράψει μια πολύ καλή έκθεση που είχε βαθμολογηθεί 9 στα 10. Το κακό όμως ήταν ότι υπήρχαν και άλλα μαθήματα που δεν έμοιαζαν με την Έκθεση αλλά ούτε και μεταξύ τους, όπως το εξέλαβα εγώ.
Η αποτυχία αυτή μου κόστισε πολύ, παρ’ ολίγο δε και την ίδια την ζωή μου. Τόση ήταν η απογοήτευση και η στεναχώρια μου.
Κάποιοι στίχοι μιας ποιητικής συλλογής, που διαφήμιζε το βιβλιοπωλείο «Εστία» και είδα τυχαία, άλλαξαν την ψυχολογική μου διάθεση και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μου έσωσαν την ζωή. Πάντα θυμάμαι τους ευλογημένους εκείνους στίχους :
«Τα γάργαρα νερά κυλούν
τ’ ακίνητα μουχλιάζουν
όρτσα καράβια μη τα κλαις
τ’ άλλα να κλαίς π’ αράζουν»
Έτσι, επηρεασμένος απ’ αυτόν τον λόγο του ποιητή, άπλωσα πανιά και όρτσα λα μπάντα ξεκίνησα νέο ταξίδι. Διέσχισα ήρεμες και φουρτουνιασμένες θάλασσες και ένα βροχερό πρωινό, ανήμερα του Αγίου Δημητρίου του 1948, με μια κρατική υποτροφία για την Κτηνιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Τουλούζης στις αποσκευές μου, δέσαμε κάβο στην Μασσαλία, στο ίδιο σημείο όπου αιώνες πριν έδεσαν τα πλεούμενά τους οι Φωκαείς.
Στο Πανεπιστήμιο συνάντησα πολλές δυσκολίες. Εκτός από το γλωσσικό, που γρήγορα το ξεπέρασα, το σοβαρότερο πρόβλημα για μένα ήταν το επίπεδο βασικών γνώσεων του λεγομένου Ρ.Β.S. (Φυσική, Βιολογία και Χημεία), το οποίο συγκρινόμενο με εκείνο των Γάλλων ήταν χαμηλό. Χρειάστηκε να καταβάλλω υπεράνθρωπες προσπάθειες για να καλύψω τα κενά. Κατά τα άλλα οι σπουδές προχωρούσαν ικανοποιητικά και χωρίς προβλήματα, αφού το ποσό της χορηγούμενης από το Κράτος υποτροφίας, χωρίς να είναι μεγάλο, επαρκούσε για μια άνετη φοιτητική ζωή.
Έμεινα κάτω από την προστασία της 4ης Γαλλικής Δημοκρατίας πάνω από 4 χρόνια. Η κορυφαία στιγμή της σπουδαστικής μου ζωής ήρθε όταν ένα μελαγχολικό φθινοπωρινό απόγευμα του 1952 βρέθηκα σχεδόν μόνος στην αίθουσα τελετών της Ακαδημίας της Τουλούζης, απέναντι στην Επιτροπή κρίσεως της Επιστημονικής μου Διατριβής, η οποία θα μου απένεμε τον όχι και πολύ συνηθισμένο την εποχή εκείνη για τα ελληνικά δεδομένα τίτλο του «Διδάκτορα». Τα πόδια μου έτρεμαν από συγκίνηση και με κόπο συγκρατούσα τα δάκρυά μου. Ένας κόμπος έσφιγγε τον λαιμό μου, γιατί αυτοί που δικαιούνταν να καμαρώνουν τούτη την ώρα ήταν απόντες, αλλά συνεχώς παρόντες στην σκέψη του πρωτογυιού τους. Μόνο δυο όμορφες συναδέλφισσες Γαλλίδες βρέθηκαν κοντά μου την μεγάλη εκείνη στιγμή. Το γεγονός σχολίασε ο Πρόεδρος της Επιτροπής : «Το ακροατήριό σας κ. Καραβαλάκη ήταν περιορισμένο αλλά εκλεκτό».
Πριν καλά-καλά καθίσει ο πανεπιστημιακός πίλος στη βάση του, γρήγορα αντικαταστάθηκε από τον μπερέ του νεοσύλλεκτου (1953).
Υπηρέτησα ευόρκως την Πατρίδα :
α) Σαν απλός οπλίτης στην αρχή, σαν ανθυποκτηνίατρος αργότερα τις Ένοπλες Δυνάμεις από τον Ιανουάριο του 1953 έως τον Μάιο του 1955 και
β) Σαν κτηνίατρος Δημόσιος Υπάλληλος σε διάφορες Υπηρεσίες του Υπουργείου Γεωργίας (Απρ. 1956-1989).
Όσο καιρό φορούσα το χακί, η παραστιά μου δεν έστενε άθω. Στους 22 μήνες θητείας πήρα 6 μεταθέσεις και αρκετές μακροχρόνιες αποσπάσεις. Έτσι, δαπάναις της Πατρίδας, έκανα εσωτερικό τουρισμό και γνώρισα καλά την Ελλάδα.
Αλλά και στην πολιτική υπηρεσία την ίδια τύχη είχα, με την διαφορά ότι τώρα η ακτίνα μετακινήσεων διευρύνθηκε και προς το εξωτερικό.
Η υπηρεσιακή μου ενασχόληση κατά τα πρώτα χρόνια με θέματα εξωτικών νοσημάτων, μου έδωσε την ευκαιρία να επισκεφθώ και κάποτε να διαμείνω (προς μεγάλη μου χαρά) σε κάποιες εξωτικές για μας χώρες. Μεγάλη ικανοποίηση δοκίμαζα αργότερα στα υπηρεσιακά ταξίδια, είτε συμμετέχοντας σε διεθνή fora είτε εκπροσωπώντας την χώρα, γιατί πάντοτε μπροστά από την θέση μου υπήρχε τοποθετημένη μια μικρή γαλανόλευκη και μια πινακίδα με την λέξη «Ελλάς».
Δυσμενής η τελευταία υπηρεσιακή μου μετακίνηση από Βρυξέλλες στο Ηράκλειο (1982), την οποία τελικά δέχθηκα με στωικότητα θα έλεγα, αφού θα μπορούσε να είναι δυσμενέστερη και κυρίως γιατί θα μου δινότανε η ευκαιρία να προσφέρω υπηρεσία στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, την Κρήτη.
Έπεσα όμως έξω στους υπολογισμούς μου και δυο χρόνια πριν εξαντλήσω την περίφημη τριακονταπενταετία στην Υπηρεσία ζήτησα και έλαβα την άφεση.
Απαλλαγμένος από την δουλεία της υπηρεσιακής απασχόλησης και επειδή ούτε τάβλι ούτε πρέφα εγνώριζα, για να περνώ την ώρα μου ασχολήθηκα με δουλειές κοινωνικής προσφοράς, ωφέλιμες για τον τόπο.
Μου άρεσε από μικρός να βάζω σε τάξη, να οργανώνω το περιβάλλον μου. Έτσι, κατά τα φοιτητικά μου χρόνια είχα οργανώσει την μικρή Ελληνική φοιτητική παροικία της Τουλούζης σε ένα είδος Συλλόγου, με Καταστατικό και Κανονισμό λειτουργίας, που εμείς οι ίδιοι οι φοιτητές συντάξαμε και εγκρίναμε. Για τους παραβαίνοντες τις σχετικές διατάξεις προβλεπότανε επιβολή προστίμων, από την είσπραξη των οποίων συν τω χρόνω είχε δημιουργηθεί ένα μικρό κεφάλαιο, που διατέθηκε για αγορά αθλητικών ειδών της άτυπης αθλητικής ομάδας που είχαμε δημιουργήσει.
Η αγάπη μου για το Λασύθι και η επιθυμία μου να βοηθήσω στην επίλυση των προβλημάτων του, με οδήγησαν, τα χρόνια της διαμονής μου στην Αθήνα, στον Σύλλογο Λασυθιωτών «Ο Δικταίος», τον οποίο είχαν ιδρύσει πριν από λίγο καιρό διακεκριμένοι Λασυθιώτες που διέμεναν στην Αθήνα και ο οποίος πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίες στο Οροπέδιο.
Για να ενισχυθεί η πρωτοβουλία που είχε αναλάβει η γενέτειρά μου, σχετικά με την ανακαίνιση του Ιερού Ναού των Τριών Ιεραρχών, ανέλαβα την πρωτοβουλία και κινητοποίησα τους εν Αθήναις Ψυχριανούς και ιδρύσαμε τον Σύλλογο των απανταχού Ψυχριανών «Οι Τρεις Ιεράρχαι», ο οποίος μάλιστα εξέδιδε και ένα έντυπο για στήριξη των σκοπών του. Το έντυπο αυτό ήταν πολυγραφημένο και κυκλοφορούσε ανά δίμηνο μεταξύ των Ψυχριανών. Από όσα δε έχω υπόψη μου υπήρξε η πρώτη Λασυθιώτικη «εφημερίδα» που κυκλοφόρησε στο Λασύθι (1964).
Μετά την εγκατάστασή μου στο Ηράκλειο (1982) ήρθα σε επαφή με τον εδώ δραστηριοποιούμενο Σύνδεσμο Λασυθιωτών Ηρακλείου «Το Οροπέδιο», στον οποίο σύντομα εκλέχθηκα Πρόεδρος. Με την ιδιότητα αυτή και σε συνεργασία με τον διακεκριμένο συμπατριώτη μας κ. Νίκο Μπελιβάνη, τότε προϊστάμενο του ΕΛΚΕΠΑ Ηρακλείου, αναλάβαμε την πρωτοβουλία για την σύσταση μιας Αναπτυξιακής Εταιρείας στο Λασύθι. Η προσπάθεια σύντομα στέφθηκε από επιτυχία και δημιουργήθηκε η γνωστή ΕΤΑΝΟΛ (Εταιρεία Ανάπτυξης Οροπεδίου Λασυθίου). Επίσης στα πλαίσια της προσπάθειας άντλησης πόρων από Κοινοτικά κονδύλια και της δημιουργίας υποδομών ανάπτυξης του φυσιολατρικού τουρισμού στο Οροπέδιο Λασυθίου, ανέλαβα την πρωτοβουλία και με την συμπαράσταση και άλλων φυσιολατρών Λασυθιωτών συστήθηκε ο Σύλλογος Ορειβασίας και Χιονοδρομίας Λασυθίου (ΣΟΧΟΛ), ο οποίος μεταξύ των άλλων έργων υλοποίησε την σήμανση του Ευρωπαϊκού Μονοπατιού Ε4 και ανήγειρε το ορειβατικό καταφύγιο στην θέση «Ανεστάση» στην δυτική πλευρά της Δίκτης.
Κατά την διάρκεια της προεδρίας μου επίσης, αναζητώντας τον καλύτερο τρόπο αξιοποίησης του περιβάλλοντος χώρου της Ι. Μονής Βιδιανής που είχε παραχωρηθεί στον Σύνδεσμο για αξιοποίηση, καταρτίσαμε ειδικό πρόγραμμα, το οποίο προέβλεπε την δημιουργία Μουσείου Φυσικής Ιστορίας και άλλες δραστηριότητες ενισχυτικές της Ανάπτυξης του Φυσιολατρικού Τουρισμού. Στο πρόγραμμα αξιοποίησης της Βιδιανής που υποβλήθηκε τότε, βρίσκεται η αφετηρία της σημερινής προόδου της Μονής.
Ξεκινώντας από οικολογικές ευαισθησίες λόγω καταγωγής και παιδείας και με την συμπαράσταση και συνεργασία εκλεκτών φίλων προχωρήσαμε στην ίδρυση του Παγκρήτιου Συνδέσμου Προστασίας και Διάσωσης της Ιθαγενούς Πανίδος, ενός σωματείου ζωοτεχνικού περιεχομένου και Κρητολογικού ενδιαφέροντος. Δυστυχώς το σωματείο αυτό, παρά την ενθουσιώδη υποδοχή, την συμπαράσταση πολλών προσωπικοτήτων και την προσφορά σοβαρού έργου, η ζωή του δεν ξεπέρασε την υπηρεσιακή θητεία του ιδρυτού του.
Μετά την μετοικεσία μου στα Αγριανά Χερσονήσου, όπου η εξοχική μου κατοικία, …παλιά μου τέχνη κόσκινο. Πήρα την πρωτοβουλία και ιδρύσαμε στον μικρό μας οικισμό ενός Πολιτιστικού Συλλόγου, ο οποίος κατά την υπερεικοσαετή του ζωή, κατά την οποία υπήρξα ο μόνιμος Πρόεδρος, διεδραμάτισε τον ρόλο τοπικής Αρχής, ενώ σε στενή συνεργασία με την τοπική εκκλησία, δημιούργησε σημαντικό έργο στο χωριό, όπως π.χ. η ανέγερση εντυπωσιακού κτιρίου στο οποίο στεγάζεται το Πνευματικό Κέντρο Αγριανών κ.ά.
Την ίδια περίοδο και με την συνεργασία της Ι.Μονής Καλλέργη, ιδρύσαμε τον Σύλλογο « Οι Φίλοι της Ι. Μονής Καλλέργη», ο οποίος συμπαραστάθηκε με ζήλο στην υπό αναστήλωση Μονή, το παλιό μετόχι της δικής μας Ι.Μονής Βιδιανής.
Στην διοίκηση των περισσοτέρων Σωματείων ή Συλλόγων στην ίδρυση των οποίων πρωτοστάτησα, είχα λάβει ενεργό μέρος ή εξακολουθώ να μετέχω.
Ολοκληρώνοντας την πλήρη εικόνα της ανάμιξής μου στα κοινά, παραθέτω τα συλλογικά όργανα και οργανώσεις στις οποίες εξακολουθώ να δραστηριοποιούμαι :
– Σύνδεσμος Λασυθιωτών Ηρακλείου «Το Οροπέδιο»
– Σύλλογος Ορειβασίας Χιονοδρομίας Οροπεδίου Λασυθίου
– Ακαδημία Γεύσης (Ηράκλειο)
– Πολιτιστικός Σύλλογος Ψυχρού «Ο Ξένιος Ζευς»
– Πολιτιστικός Σύλλογος Αγριανών «Η Αγία Τριάδα»
– Πνευματική Εστία Οροπεδίου Λασυθίου, στην οποία έχω την τιμή να είμαι Πρόεδρος
– Εταιρεία Γραμμάτων και Τεχνών Ανατολικής Κρήτης
Σχετικά με την επιστημονική μου δραστηριότητα, την οποία ανέπτυξα παλαιότερα και τις επιστημονικές οργανώσεις στις οποίες εξακολουθώ να μετέχω, επειδή αποτελούν άλλης Κυριακής Ευαγγέλιο, τις αφήνω για άλλη περίπτωση.
Σε ό,τι αφορά την εκτός κτηνιατρικής γενικότερη μου δραστηριότητα, ελπίζω σε λίγο καιρό, αξιοποιώντας την σύγχρονη τεχνολογία, να αποκτήσω κι’ εγώ μια «κοντάδα» (ιστοσελίδα) στο διαδίκτυο, στην οποία θα απλωθεί όμορφα και καλά όλη η πνευματική μου προίκα, για να την καμαρώνω εγώ και για να μπορούν να την επισκέπτονται δικοί και φίλοι.
Πριν τελειώσω δυο λόγια μόνο για την ανάμιξή μου στα κοινά.
– Στις Δημοτικές εκλογές του 1998 υπέβαλα υποψηφιότητα ως τοπικός σύμβουλος της περιοχής της τωρινής μου διαμονής και οι εδώ φίλοι μου ευτυχώς δεν μου ’παιξαν την ντενέκα.
– Στις Δημοτικές εκλογές του έτους 2006 «εκτέθηκα», στην κυριολεξία και μεταφορικά σαν Δημοτικός σύμβουλος στον Δήμο Οροπεδίου Λασυθίου, όπου το μόνο που πέτυχα ήταν να είμαι πρώτος από το τέλος !!
Σαν κατακλείδα του κειμένου μου άφησα την πολύ γλυκιά ανάμνηση μιας συνάντησης στην παραλία της Μαρώνειας πριν από 36 χρόνια, αφετηρία μιας νέας πορείας, με συνοδοιπόρο την Πελαγία Βρέζα, αδελφή ψυχή και αρχιτεκτονικό στήριγμα της ζωής και της ευτυχίας μου.